Ρε μπαμπά, μήπως με ξέχασες; (βίντεο)

Ρε μπαμπά, μήπως με ξέχασες;
Ρε αφεντικό, μήπως με ξέχασες;

Ήταν μεσημέρι Σαββάτου, ακόμα το θυμάμαι. Έξω είχε εκείνον τον υπέροχο ανοιξιάτικο καιρό και εγώ ήμουν στην αυλή με τα υπόλοιπα “φιλάρακια” που φιλοξενούσε εκείνη η κυρία από την φιλοζωική, που με βρήκε στο δρόμο! Για δεύτερο συνεχόμενο χρόνο.

Με είχαν πιάσει δεκάδες χέρια. Κανένα δε με κράτησε. Και τότε τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Άκουσα να ρωτάς για μένα. Πληροφορίες για τη ράτσα, το μέγεθος, τα χαρακτηριστικά μου. Φόρεσα το καλύτερό μου χαμόγελο. Σε κοίταξα έντονα. Εσύ φάνηκες διαφορετικός από τους άλλους.

Αποφασισμένος. Συνειδητοποιημένος. Με πήρες στα χέρια σου. Με κράτησες. Από συνήθεια έκανα να γυρίσω πίσω στο χώρο μου. Με χάιδεψες απαλά και μου έδειξες τον δρόμο προς τη μεγάλη πόρτα. Προς τον ήλιο. Γαύγισα έντονα. Το είχα ανάγκη. Βγήκα επιδεικτικά στην αγκαλιά σου. Ήμουν ευτυχισμένος.

Ο πρώτος καιρός στο σπίτι..

Ευτυχισμένος ήμουν και το πρώτο διάστημα στο σπίτι. Με σύστησες στους φίλους σου. Αυτό είναι το νέο μέλος της οικογένειάς μου, έλεγες. Φούσκωνα από περηφάνια δίπλα σου. Και τριβόμουν στα πόδια σας.

Οι δικοί σου φίλοι είναι πλέον και δικοί μου, ήθελα να σου δείξω. Μου είχες και το δικό μου δωμάτιο, με θέα στον ήλιο. Πόσο τον λατρεύω τον ήλιο. Λες και το ήξερες. Και μετά άρχισαν οι βόλτες. Σε πλατείες, στη σχολή, σε πάρτι, σε εκδρομές.

Είχα ξεχάσει πόσο όμορφες είναι οι βόλτες. Και τα χέρια των φίλων σου να με χαϊδεύουν. Ακόμα θυμάμαι την τρυφερότητα που μου μιλούσες λίγο πριν ξεκινήσουμε για μία ακόμα βόλτα. Κι εγώ σε κοίταζα έντονα και γαύγιζα χαρούμενα.


Η αρχή του τέλους..

Ρε μπαμπά, μήπως με ξέχασες;
Χαρούμενα άρχισα να γαυγίζω και στην πρώτη βόλτα που δεν με πήρες μαζί σου. Περισσότερο για να σου θυμίσω ότι τις λατρεύω, όσο και τον ήλιο. Δεν έδινες σημασία. Άρχισα να απορώ. Και να γαυγίζω ακόμα περισσότερο. Δεν έδινες σημασία. Όλο έβγαινες. Βόλτα κι άλλη βόλτα. Κι εγώ σπίτι. Κλεισμένος.

Μία φορά ξέχασες να με ταΐσεις για μία ολόκληρη μέρα. Ακόμα θυμάμαι τις φωνές που σου έβαλε η μαμά σου, λίγο προτού με ταΐσει. Προσπάθησα να σε κοιτάξω στα μάτια. Το απέφευγες. Συμπληρώσαμε έναν μήνα χωρίς βόλτα. Μου άλλαξες και δωμάτιο. Με πήγες κάτω από το κρεβάτι. Με έναν τεράστιο ήλιο σχηματισμένο όχι από φως αλλά από παλιές κάλτσες. Δε μίλησα. Είχα συνηθίσει. Ήλπιζα ότι το επόμενο πρωί όλα θα αλλάξουν.

Εκείνη την ημέρα όλα θα άλλαζαν..

Και φάνηκαν να αλλάζουν. Με σήκωσες πρωί πρωί. Είχες τόσο καιρό να το κάνεις. Άρχισα να γαυγίζω από τη χαρά μου. Επιτέλους, όλα θα γίνονταν όπως παλιά.

Σε ακολούθησα με χαμόγελο έξω από την πόρτα. Με παραξένεψε η διαδρομή. Πρώτη φορά με πήγαινες από εκείνο τον απόμερο δρόμο. Θα ανακάλυψες κάτι καινούριο και ενδιαφέρον σκέφτηκα.

Περπατούσαμε για ώρα. Έπειτα άρχισα να βλέπω τον δρόμο με τα αυτοκίνητα να πλησιάζει. Γύρισα να σε ρωτήσω που πηγαίνουμε. Δεν ήσουν πουθενά. Θα παίζεις σίγουρα κρυφτό σκέφτηκα.

Το κάναμε και τις πρώτες εβδομάδες. Σε έψαξα παντού. Ακόμα σε ψάχνω. Μήπως έχασες τον δρόμο; Μήπως μπερδεύτηκες; Πόσο καλά μπορεί να κρύφτηκες; Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να βγεις, κουράστηκα, πεινάω και κρυώνω. Και έπαψε να είναι παιχνίδι. Μέτρησα αντίστροφα μέχρι το 100. Πολλές φορές.Που είσαι;

Ρε μπαμπά, μήπως με ξέχασες;

Μέσα από το βίντεο ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το παράδοξο ανάμεσα στην άνευ όρων πίστη του ζώου που θέλει απεγνωσμένα να γυρίσει στην οικογένειά του/αφεντικό του, και τη δειλία κάποιων ανθρώπων.

Η εγκατάλειψη δεν είναι η λύση!!


                     
«Για τα άρθρα που αναδημοσιεύονται εδώ με πήγη, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα»

Δημοσίευση σχολίου

[blogger]

MKRdezign

gatoulitses

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.
Javascript DisablePlease Enable Javascript To See All Widget